φευξασπίδιον

φευξασπίδιον
φευξασπίδιον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φευξασπίδιον — τὸ, ΜΑ είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού, το φυτό πόλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φεύγω* + ἀσπίδιον, ονομ. φυτού. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι αποτελεί αντίδοτο για το δηλητήριο τών ερπετών] …   Dictionary of Greek

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”